- λευκελεφάντινα
- λευκ-ελεφάντινα· λευκὰ ὡς ἐλεφάντινα, Hsch. (λεύκ' ἐλέφαντι Valck. from Il.5.583).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκελεφάντινος — λευκελεφάντινος, ίνη, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λευκελεφάντινα λευκὰ ὡς ἐλεφάντινα» … Dictionary of Greek